- διασκορπισμοῦ
- διασκορπισμόςscatteringmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκορπιστήριον — τὸ, Μ όργανο διασκορπισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek
αντιρρυπαντική τεχνολογία — Μορφή βιομηχανικής παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε με σκοπό να παράγει προϊόντα κατάλληλα για την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών ρύπανσης (ηλεκτροστατικά φίλτρα, συστήματα καθαρισμού νερού, χημικά διασκορπισμού του πετρελαίου στη θάλασσα και τις… … Dictionary of Greek
Κόμπτον, Άρθουρ Χόλι — (Arthur Holly Compton, Γκούστερ, Οχάιο 1892 – 1962). Αμερικανός φυσικός. Διετέλεσε καθηγητής, από το 1920, στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον του Σεντ Λούις και από το 1923 στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Σε αυτόν οφείλεται η ανακάλυψη του φαινομένου που… … Dictionary of Greek